- μεταμέλεια
- ηη μετάνοια, το μετάνιωμα: Η ποινή του μειώθηκε γιατί έδειξε μεταμέλεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταμελείᾳ — μεταμελείᾱͅ , μεταμέλεια change of purpose fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέλεια — change of purpose fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέλεια — η (ΑM μεταμέλεια, Α ιων. τ. μεταμελίη) 1. αλλαγή γνώμης, σκοπού ή απόφασης 2. μετάνοια για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («μεταμέλεια τε εὐθὺς τοῡ πεπραγμένου γίγνηται», Πλάτ.) αρχ. φρ. «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για κάτι … Dictionary of Greek
μεταμελείας — μεταμελείᾱς , μεταμέλεια change of purpose fem acc pl μεταμελείᾱς , μεταμέλεια change of purpose fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμελείαι — μεταμελείᾱͅ , μεταμέλεια change of purpose fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμελειῶν — μεταμέλεια change of purpose fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμελείαις — μεταμέλεια change of purpose fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέλειαι — μεταμέλεια change of purpose fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέλειαν — μεταμέλεια change of purpose fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek